ατεκνεύω

ατεκνεύω
(Μ ἀτεκνεύω)
χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς παιδιά
μσν.
1. χάνω τον απόγονο από πρόωρο τοκετό
2. κάνω κάποιον άτεκνο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”